- ἐνθάδιον
- ἐνθάδιοςmasc acc sgἐνθάδιοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθάδιος — ἐνθάδιος, ία, ον (Μ) [ενθάδε] 1. εγχώριος, ντόπιος 2. σχετικός με συγκεκριμένο μέρος 3. το ουδ. ως ουσ. το ἐνθάδιον ιδιοκτησία, περιουσία … Dictionary of Greek